- εγγυοδοσία
- cautionnement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εγγυοδοσία — η 1. η πράξη τής παροχής εγγυήσεως 2. (νομ.) η παροχή εγγυήσεως με δικαστική απόφαση από τον ένα διάδικο στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
εγγυοδοσία — η 1. η παροχή εγγύησης, εγγύηση, εξασφάλιση. 2. (νομ.), η παροχή εγγύησης, που επιβάλλεται με δικαστική απόφαση από τον ένα διάδικο στον άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
καταδίκη — Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ.… … Dictionary of Greek
κατεγγύη — κατεγγύη, ἡ (Α) εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῑν ἐκ τοῡ… … Dictionary of Greek
κατεγγύησις — κατεγγύησις, ἡ (AM) [κατεγγυώ] εγγυοδοσία … Dictionary of Greek
εγγυοδοτώ — εγγυοδότησα 1. δίνω εγγύηση, εγγυούμαι. 2. πληρώνω ως εγγύηση το ποσό που ορίστηκε με εγγυοδοσία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)